Ο Πρόεδρος του ΣΥΕΤΕ, Γιώργος Αρβανίτης, στην Ετήσια Γενική Συνέλευση Μετόχων της Εθνικής Τράπεζας στις 19/6/2015

 

Κυρία Πρόεδρε, κύριε Διευθύνοντα, αγαπητοί μέτοχοι, κυρίες και κύριοι.

Οι αβεβαιότητες και οι προκλήσεις της ιδιαίτερα ρευστής και αντίξοης συγκυρίας που διέρχεται η χώρα, επηρέασαν και επηρεάζουν αρνητικά το σύνολο του τραπεζικού μας συστήματος, εντείνοντας τα προβλήματα ρευστότητας και ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου όλων των Τραπεζών αλλά και την αγωνία για την επόμενη μέρα.

Παρά ταύτα, τόσο ο Όμιλος, όσο και η Εθνική Τράπεζα, έδειξαν υψηλή ανθεκτικότητα και επιτυγχάνουν αποτελέσματα που αντανακλούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και επιχειρηματική τους κουλτούρα, το συγκριτικά στενότερο δεσμό με την καταθετική και τη χορηγητική τους βάση, αλλά και την ποιότητα του ανθρώπινου και του στελεχιακού τους δυναμικού. Σε πείσμα, μάλιστα, μιας συνολικότερα αρνητικής συγκυρίας, η ΕΤΕ συνεχίζει να στηρίζει την πραγματική οικονομία, αυξάνοντας τα υπόλοιπα χορηγήσεων κατά 0,8 δις.

Η εμφάνιση ζημιών στην Ελλάδα συνδέεται κυρίως με τις σημαντικά αυξημένες, κατά 18%, προβλέψεις. Ωστόσο, η συγκριτικά καλύτερη θέση της ΕΤΕ στις καταθέσεις και στις χορηγήσεις, αλλά και στο επίπεδο των επισφαλειών, καθώς και η ισχυρή κεφαλαιακή της επάρκεια, σε συνδυασμό με την αναγκαία, σήμερα, επιλογή αυξημένων προβλέψεων, θωρακίζουν την Τράπεζα απέναντι σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Δημιουργούν, μάλιστα, μια καλύτερη βάση εκκίνησης, εφόσον ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές, για να ξεπεραστεί η κρίση ρευστότητας και να σταθεροποιηθεί, όπως ελπίζουμε, η οικονομική κατάσταση της χώρας.

Τόσο ως μέτοχοι, όσο και ως εκπρόσωποι των εργαζόμενων της ΕΤΕ, θα προτιμούσαμε η παρατηρούμενη βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων να προέκυπτε περισσότερο από ανάπτυξη των εργασιών, παρά από τις περαιτέρω περικοπές κόστους. Στις τελευταίες έχουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος συμβάλει οι εργαζόμενοι, τόσο με τις μαζικές αποχωρήσεις συναδέλφων, όσο και με σημαντικές μειώσεις των αποδοχών τους, με αποτέλεσμα η ΕΤΕ να εξοικονομεί ετησίως πάνω από 40% περίπου των δαπανών προσωπικού, έναντι του 2008.

Αυτή όμως η εξοικονόμηση έχει προ πολλού υπερβεί τα όρια της εισοδηματικής αντοχής και της υποκίνησης της συντριπτικής πλειοψηφίας του ανθρώπινου δυναμικού μας. Αποτελεί μια σοβαρή κατάσταση, που πρέπει να αντιμετωπισθεί από τη νέα Διοίκηση ως έμπρακτη αναγνώριση της συνεισφοράς των εργαζόμενων:

  • στη μείωση των δαπανών
  • στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα στην κάλυψη του στόχου του 10% της ανακεφαλαιοποίησης από ιδιωτικά κεφάλαια το 2013
  • στην εξισορρόπηση που κατάφεραν μετά την τεράστια εθελούσια έξοδο
  • στην καθημερινή προσπάθεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αβεβαιότητας που διανύουμε, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας και πιστωτικού κινδύνου, στηρίζοντας τις καταθέσεις, την εμπιστοσύνη και το κύρος του Ομίλου στην πελατεία.

Στην Ελλάδα, απαιτείται μια αποφασιστική ενίσχυση των επιχειρήσεων, όμως η συγκυρία δεν ευνοεί αυτή τη διαδικασία. Πρέπει προηγουμένως να αρχίσουν να επιλύονται τα γενικότερα μακροοικονομικά προβλήματα, γεγονός που προϋποθέτει:

• εγκατάλειψη της αδιέξοδης εισοδηματικής αφαίμαξης, με θαρραλέα ενίσχυση της ενεργής ζήτησης και των επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας,
• ανατροπή του φαύλου κύκλου λιτότητας και συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης, που αποδεδειγμένα δυναμιτίζουν τόσο την οικονομική ανάκαμψη, όσο και τη δυναμική του κλάδου,
• γενναία αντιμετώπιση των επισφαλειών, με ισορροπημένα οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.

Τόσο ως εργαζόμενοι όσο και ως μέτοχοι, εμείς θέλουμε η ΕΤΕ να ξεπεράσει το ταχύτερο τα εμπόδια της συγκυρίας. Θέλουμε να ασκήσει δυναμικό και ηγετικό ρόλο, ως στυλοβάτης της παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελληνικής Οικονομίας.

Η εμπιστοσύνη των μικροκαταθετών και των μικρομεσαίων, που αποτελούν για την ΕΤΕ τον κύριο κορμό της πελατείας της, η διείσδυση στην τοπική αγορά, κυρίως στις μικρομεσαίες αλλά και σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις, για τις οποίες η ΕΤΕ ήδη λειτουργεί συμβουλευτικά, παρέχουν την απαραίτητη σύνδεση της Τράπεζας και του Ομίλου με τις τοπικές κοινωνίες και συνεχίζουν να αποτελούν ένα ισχυρό της πλεονέκτημα, σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Αποτελούν, παράλληλα, μια στέρεη βάση εμπιστοσύνης για την περαιτέρω επέκτασή της, με σχέδιο και στοχευμένες χορηγητικές παρεμβάσεις, που να μεγιστοποιούν τις παραγωγικές συνέργειες και τις αναπτυξιακές αποδόσεις, προς όφελος όλων των συμμετεχόντων (πελάτες, τοπικές κοινωνίες, μέτοχοι).

Ωστόσο, το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα της ΕΤΕ ήταν και παραμένει το ανθρώπινο δυναμικό της. Αυτό στήριξε και στηρίζει, με αυταπάρνηση, με υψηλό προσωπικό κόστος και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, την Τράπεζα και τον Όμιλο.

Σε αυτό το δυναμικό οφείλει να βασιστεί η νέα Διοίκηση της ΕΤΕ, για να επιλύσει τα προβλήματα και να βάλει τις βάσεις μιας νέας εποχής για την Τράπεζα, τον Όμιλο και την οικονομία της χώρας μας, χωρίς να αλλοιώνονται ο κεντρικός προσανατολισμός και η φιλοσοφία στην οποία η ΕΤΕ στηρίχθηκε μέχρι σήμερα με επιτυχία.

Η νέα διοίκηση οφείλει:

• Να καταργήσει το απαράδεκτο καθεστώς των προσλήψεων ειδικών συμβούλων και συνεργατών χωρίς δημόσιο διαγωνισμό, ένα καθεστώς που παραβιάζει τον Κανονισμό Εργασίας, αναπαράγει πελατειακές πρακτικές και αδιαφάνεια, με προκλητικούς μισθούς και παροχές στους εκάστοτε “εκλεκτούς”. Ένα καθεστώς που αποτελεί μόνιμη πρόκληση, πηγή δυσαρέσκειας και αποθάρρυνσης για τους συναδέλφους μας, στελέχη και εργαζόμενους.

• Να βάλει τέλος στην απαράδεκτη πρακτική αναθέσεων πολυδάπανων έργων σε τρίτους ενώ μπορούν να υλοποιηθούν από το προσωπικό της τράπεζας. Αυτή η τακτική είναι απειλητική, όχι μόνο για τους εργαζόμενους αλλά και για την ίδια την τράπεζα και τους μετόχους, γιατί μειώνει την ποιότητα της εργασίας και ακυρώνει την ανταγωνιστικότητα της τράπεζας.

• Να αναζητήσει την εξοικονόμηση πόρων και τη βελτίωση της διαφάνειας μέσω της αναδιάρθρωσης των προμηθειών.

• Να καλύψει, μετά από προσεκτική καταγραφή, με τη συνεργασία του ΣΥΕΤΕ, τα κενά και τις εργασιακές ανάγκες που προέκυψαν, ιδιαίτερα στο δίκτυο, μετά τις μαζικές αποχωρήσεις συναδέλφων, με νέες προσλήψεις και όχι, όπως συμβαίνει, με εντατικοποίηση της εργασίας και τη συχνά αυθαίρετη επιμήκυνση του ωραρίου.

• Να αναδείξει στελέχη από το πλούσιο δυναμικό της Τράπεζας, με αξιοκρατία, διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις, στο πλαίσιο του ισχύοντος Κανονισμού Εργασίας. Οι τοποθετήσεις συνεργατών σε θέσεις ευθύνης αλλοιώνουν την εταιρική φιλοσοφία, προσβάλλουν, υποτιμούν και αποθαρρύνουν το καθόλα αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό της Εθνικής Τράπεζας και δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα τυχόν λύνουν.

• Να συνεχίσει, αναδεικνύοντας την κοινωνική της υπευθυνότητα, να είναι αρωγός στο Ταμείο Υγείας, που στην κυριολεξία αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Τράπεζας.

• Να κρατήσει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με συγκροτημένο και ειλικρινή διάλογο με τον ΣΥΕΤΕ, ώστε τα προβλήματα να λύνονται εγκαίρως, σε αμοιβαία αποδεκτή και επωφελή βάση.

Η ομαλότητα των εργασιακών σχέσεων, που εξασφαλίζεται με την απαρέγκλιτη τήρηση των Κανονισμών Εργασίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και της Εργατικής Νομοθεσίας, είναι προϋπόθεση τόσο για τη ανθεκτικότητα της ΕΤΕ και του Ομίλου στις προκλήσεις της συγκυρίας, όσο και για τη συμπόρευση της οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητάς της.

Η υγιής και ισότιμη συμπαράταξη των μετόχων, των εργαζόμενων και των πελατών της, στο πλαίσιο των αυξημένων σήμερα απαιτήσεων εταιρικής διακυβέρνησης και αναπτυξιακής και κοινωνικής υπευθυνότητας της ΕΤΕ, αποτελεί βασικό παράγοντα επιτυχίας της Τράπεζας.

Εμείς, όπως έχουμε επανειλημμένα αποδείξει, στηρίζουμε κάθε προσπάθεια της Τράπεζας να αξιοποιήσει και να αναπτύξει το δυναμικό της, ώστε να στηρίξει αποτελεσματικά τον κλάδο, την ανάπτυξη και την οικονομία. Περιμένουμε όμως και από τη νέα Διοίκηση να δώσει στους συναδέλφους μας το όραμα, την προοπτική και τη θέση που αναμφίβολα τους αξίζει.

Σας ευχαριστώ.

Share This

Share This

Share this post with your friends!